- πυνθάνοιτο
- πυνθάνομαιlearnpres opt mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυνθάνοιθ' — πυνθάνοιτο , πυνθάνομαι learn pres opt mp 3rd sg πυνθάνοιτε , πυνθάνομαι learn pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενηβητήριον — ἐνηβητήριον, το (Α) τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + τήριον*] … Dictionary of Greek